καλυτερίζω

καλυτερίζω
(Μ καλυτερίζω) [καλύτερος]
1. βελτιώνεται η υγεία μου, πάω προς το καλύτερο
2. διορθώνομαι
3. γίνομαι πιο σταθερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”